Ο ΓΙΟΥΚΟΣ

Ένα έθιμο, που έρχεται από πολύ παλιά, είναι τα προικιά και η έκθεσή τους πριν το γάμο.

Προικιά  είναι το σύνολο των εσωρούχων, ρούχων, σεντονιών, υφασμάτων, πλεκτών, πετσετών, τραπεζομάντηλων και λοιπών αντικειμένων, που η νύφη έπαιρνε από το πατρικό της και που αποτελούσαν ένα από τα βασικότερα στοιχεία ενός γάμου. Η συγκέντρωσή τους ήταν δύσκολη και δαπανηρή. Κάποια δε από αυτά  απαιτούσαν, πέρα από τα χρήματα για την αγορά τους, και πολλή προσωπική εργασία.

Όταν πλησίαζε η ημερομηνία του γάμου, όλα έπρεπε να είναι έτοιμα.

Κόσμος «πλημμύριζε» τα σπίτια του γαμπρού και της νύφης. Όλοι με πνεύμα βοήθειας – προσφοράς για τις απαιτούμενες  διαδικασίες. Δεν υπήρχαν προσκλητήρια, όλοι ήταν καλεσμένοι.

Οι φίλες, συγγενείς και γειτόνισσες της νύφης κατέφθαναν για το πλύσιμο της προίκας. Η φωτιά, τα καζάνια, οι σκάφες, τα μοσχοσάπουνα, το λουλάκι και η αλυσίβα έδιναν κι έπαιρναν.

Ακολουθούσε το σιδέρωμα με μεγάλη σχολαστικότητα.

Λίγο πριν το γάμο, έπαιρναν τα προικιά, αφού πρώτα ασημώσουν ή τάξουν στις γυναίκες που τα έφτιαξαν, τα μετέφεραν μέσα σε μπαούλα και κασόνια με τα κάρα και τα πήγαιναν στο σπίτι των νεόνυμφων.

Η πομπή διέσχιζε όλο το χωριό πάντα με την συνοδεία τοπικών οργανοπαικτών με πολύ κέφι, χορό και τραγούδια, άφθονο κρασί, φαγητό και φυσικά γιορτινή διάθεση.

Όταν έφταναν στο σπίτι, τα «καλά» κεντήματα, στρώσεις πλεκτά και κοφτά τα άπλωναν σε σχοινιά, ενώ τα σεντόνια, πετσέτες και άλλα λευκά είδη τα ντάνιαζαν στην σειρά.

Στη συνέχεια ξεκινούσε το «χτίσιμο» του γιούκου με τις εντολές της μητέρας της νύφης και των πιο επιδέξιων γυναικών.

Ο γιούκος, μία ξεχασμένη  λέξη πλέον, ήταν το ορθογώνιο στήσιμο των χοντρο-ρούχων που προορίζονταν ως προίκα της νύφης. Η ονομασία του προέρχεται, πιθανότατα, από το τουρκικό yük, που σημαίνει φορτίο, σωρός «χοντρών» ρούχων από σκεπάσματα και στρωσίδια, υφαντά χαλιά, χιράμια, καραμαλοτιές, προκόβες, σκουτέρια, πλεκτές κουβέρτες, ενώ στο τελείωμα έμπαινε το «καλό» σατέν πάπλωμα.

(Σημαίνει, επίσης, και το κοίλωμα σε τοίχο, όπου τοποθετούνταν η στοίβα με τα στρωσίδια).

Πάνω πάνω έβαζαν τα μαξιλάρια φιγούρας, συνήθως τέσσερα, τα οποία ήταν σετ με το σεντόνι της φιγούρας στην βάση, κοφτό με αντραντέ και δαντέλα.

Η τελευταία πινελιά ήταν η τοποθέτηση της εικόνας της Παναγιάς με τον Χριστό και η φοντανιέρα με το ρύζι και τα ροδοπέταλα.

Όσο πιο μεγάλος ή ψηλός ήταν ο γιούκος, τόσο άξια ή πλούσια ήταν η νύφη.

Ο γιούκος στηνόταν με μαθηματική ακρίβεια να μη ξεφεύγει ούτε πόντο. Εάν λίγο έγερνε, τον χαλούσαν και τον ξεκινούσαν πάλι από την αρχή.

Σκοπός της έκθεσης ή επίδειξης, ήταν το κέρασμα και ασήμωμα των συγγενών και συμπεθέρων.

Οι πρώτοι που κέρναγαν τον γιούκο ήταν οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης, ενώ μετά είχε σειρά το σόι του γαμπρού και οι κουμπάροι.

Σημειωτέον ότι εκεί μέσα  έκρυβε συχνά η νοικοκυρά το σερμετζέ, δηλ. κανένα δολάριο ή άλλο χρήμα… Ήξερε, π.χ. ότι κάτω από τη ροζ μπαντανία και στην αριστερή γωνία, ήταν η κρυψώνα…

………………………….

Κι ύστερα ήρθαν τα μπαούλα να αντικαταστήσουν το γιούκο και, τέλος, οι ντουλάπες, να αντικαταστήσουν τα μπαούλα…

(Πηγή: Λαογραφικό Μουσείο Περαχώρας – διασκευή)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ:

περισσότερα άρθρα