(Αφήγηση Δημήτριος Γεωργ. Τάτσης)
Ο Αθανάσιος Τάτσης, γεννήθηκε την Κράψη το 1848. Πατέρας του ήτο ο Ιωάννης Τάτσης. Για τον Κραψίτη αυτόν υπάρχουν πάρα πολλές ομολογίες κατοίκων, όπως του πατέρα μου Γεωργίου Τάτση, του Αναστασίου Μυργιάννη, ο οποίος βρίσκεται μέχρι σήμερα στην Αυστραλία. Από εδώ και στο εξής τον Αθανάσιο θα τον αναφέρουμε ως Νασιογιάννη, αφού με αυτό το όνομα ήταν γνωστός στην Κράψη.
Ο Νασιογιάννης όπως μας έλεγαν, ήταν ψιλός, λεπτός αλλά γεροδεμένος. Με τους Τούρκους της περιοχής δεν τα είχε ποτέ καλά, αφού και ο Δήμος Τάτσης (Γεροδήμος), ήταν κλέφτης στα βουνά της περιοχής όπως αναφέρει και ο Κρυστάλλης ο ποιητής.
Ο Νασιογιάννης από νέος έφευγε μέσα από τα βουνά της Πίνδου και πέρναγε στην τότε Ελεύθερη(από τους Τούρκους) Ελλάδα. Ταξίδι δύσκολο με πολλούς κινδύνους , περνούσε στην Θεσσαλία και πότε πότε, στη Λάρισα και πότε στο Βόλο όπου έβρισκε δουλειά.
Μια φορά, επιστρέφοντας από ένα τέτοιο ταξίδι, μέσα από τα βουνά της Πίνδου, πάντα με τα πόδια, πέρασε τον Αραχθο στη γέφυρα του Παπαστάθη και κουρασμένος όπως ήταν απόκαμε στη ρίζα ενός πλατάνου να ξεκουραστεί.
Για κακή του τύχη όμως, τον πήρε ο ύπνος και τη στιγμή αυτή καταφθάνουν τρεις Τούρκοι φωνάζοντάς του «Τι κάνεις εδώ ;»
“Εκατσα να ξεκουραστώ!» ήταν η απάντηση που τους έδωσε και χωρίς δεύτερη κουβέντα εκείνοι του είπαν: «Σε επιτάσσουμε να μας βγάλεις τα σακίδια ως την ράχη του Δρίσκου!»
Τι να κάνει ο έρμος, έριξε τα σακίδια τους στον ώμο του και όλοι μαζί ξεκίνησαν τον δύσκολο και ανηφορικό δρόμο μέσα στο δάσος. Φτάνοντας στα μέσα της πλαγιάς κοντά στη βρύση γνωστή με το όνομα (Βρύση Τόκου ή Τσόκου), οι Τούρκοι θέλησαν κρύο νερό .
Η βρύση δεν ήταν ακριβώς στο δρόμο , αλλά στη ρεματιά. Έτσι, αποφάσισαν να σταματήσουν και να στείλουν τον Νασογιάννη για νερό, αλλά σκέφτηκαν ότι θα τους φύγει και είπαν ας πάει ό ένας από εμάς. Ετσι κι έγινε! Ο Τούρκος πάει για νερό, οι άλλοι δύο κάθισαν, χαλάρωσαν και τότε ο Νασιογιάννης άρπαξε το όπλο του ενός, τρύπησε τον ένα στην κοιλιά με τη λόγχη, πυροβολεί τον δεύτερο και τρέχει προς τη βρύση για τον τρίτο. Την στιγμή εκείνη, ο Τούρκος επέστρεφε με το νερό τρέχοντας φωνάζοντάς του «Πίσω μας έφαγαν»! Γυρίζει να φύγουν και με έναν δεύτερο πυροβολισμό τον ρίχνει κάτω νεκρό τον τρίτο Τούρκο.
Ο Νασιογιάννης αργότερα παντρεύτηκε την Μαρία του Χ.Μπάρκα με την οποία απέκτησαν εννέα (9) παιδιά, τέσσερα (4) αγόρια και πέντε (5) κορίτσια. Κάποιο φθινόπωρο ως συνήθως, πήγε ο Τούρκος έφορος να εισπράξει το λεγόμενο «Δέκατο»δηλ. το 10% από τα εισοδήματα (καλαμπόκια, σιτάρια κλπ).
Αφού ο Τούρκος τους είπε το λόγο της παρουσίας του, λέγει στο Νασιογιάννη
–«Θανάση τα καλαμπόκια δεν τα μάζεψες ακόμα!».
-«Μη στεναχωριέσαι αφέντη μου, θα βάλω τα παιδιά να τα μαζέψουν σε δύο τρεις ημέρες!»,
-«Ε τότε, θα μείνω εδώ ώσπου να τα μαζέψουν»
– «Κάτσε όσο θέλεις αφέντη μου» του αποκρίθηκε ο Νασιογιάννης
– «Τι θα φάμε το βράδυ κυρά Μαρία;”, λέγει ο Τούρκος στη Νάσαινα.
– «Ο,τι θέλεις αφέντη μου!» του απαντά η Νάσαινα
– «Κότα Μανέστρα!» της απαντά ο Τούρκος
– «Να ρωτήσω και τον Νάσιο» του αποκρίνεται αυτή, «Ο Τούρκος θέλει κότα μανέστρα Νάσιουμ για το βράδυ!» απευθυνόμενη στον άντρα της.
– «Φτιάχτου Μανέστρα!, ο διάβολος θα τον φάει και αυτόν και την κότα!» μουρμούρισε ο Νασιογιάννης
Η κυρά Μαρία μαγείρεψε την κότα, τα παιδιά μάζεψαν τα ζώα, τα έβαλαν στους στάβλους, τελείωσαν όλες τις δουλειές και μαζεύτηκε η φαμίλια στο σπίτι για φαγητό. Η μανέστρα έτοιμη, έκατσαν όλοι στη σπιτομάνα όπου και το τζάκι και οι λάμπες πετρελαίου φώτιζαν, έφαγαν όλοι μαζί μανέστρα, ο Τούρκος έφαγε κότα και μανέστρα, ήπιε και κρασί με το Νασιογιάννη, είπαν τι είπαν, η ώρα πέρασε.
-«Αφέντη που θέλεις να κοιμηθείς για να βγάλω τα παιδιά από τον οντά;’
-“Εδώ! Κοντά στο Τζάκι» απαντά ο Τούρκος.
Του έστρωσαν και όλοι πήγαν για ύπνο. Ο Νασιογιάννης δεν κοιμήθηκε, άφησε να περάσει λίγο η ώρα να κοιμηθούν καλά και τα παιδιά, αρπάζει το τσεκούρι που είχε πίσω από την πόρτα και με μία κίνηση, κόβει το κεφάλι του Τούρκου και στη συνέχεια πετάει το πτώμα στον Άραχθο ποταμό.
Μετά από λίγες ημέρες και αφού δεν έδωσε σημεία ζωής ο Τούρκος άρχισαν να τον ψάχνουν.
-«Θανάση μήπως είδες τον εισπράκτορα;”
-“Nαι! Πέρασε από εδώ αλλά επειδή δεν είχα μαζέψει τα καλαμπόκια , έφυγε και δεν ξέρω τι έγινε»
Πληροφορίες από άλλους δεν μπόρεσαν να πάρουν οι Τούρκοι, κι έτσι δεν μπόρεσαν να τον κατηγορήσουν. Δεν πέρασε καιρός και οι Τούρκοι συνέλαβαν το Νασιόγιαννη για συνωμοσία κατά του Οθωμανικού Κράτους. Μαζί του συνελήφθησαν και έξι με επτά Κραψίτες. Μεταξύ αυτών ήταν ο Μητροκώστας, ο Μαγκαβίλας ο Δάσκαλος τους, άλλους δεν τους θυμάμαι.
Χωρίς να καταδικαστούν πήγαν στην φυλακή του Μπερατίου. Μια φυλακή από τις χειρότερες. Παντού νερά και υγρασία.
Σε αυτό το σημείο θα σας αναφέρω μία μικρή ιστορία σχετικά με αυτό που λέει ο λαός. Κάνε το καλό και θα το βρεις μπροστά σου!.
Ο Μητροκώστας πλούσιος Κραψίτης, μια φορά στα Γιάννενα χειμώνας καιρός, βλέπει ένα τουρκάκι ξυπόλυτο με παγωμένα πόδια, το πήρε από το χέρι και το πήγε σε έναν γνωστό τσαγκάρη και του αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια και του είπε «Όταν σου χαλάσουν αυτά, να έρθεις να πάρεις κι άλλα».
Τα χρόνια πέρασαν, το τουρκάκι μεγάλωσε κι έγινε φύλακας στις φυλακές του Μπερατίου. Στις φυλακές οι Κραψίτες υπέφεραν καθημερινά, ανακρίσεις, ξύλο, βασανιστήρια. Τον Νασιογιάννη τον είχαν την απομόνωση και κάθε μέρα του έβγαζαν και από ένα μπροστινό δόντι. Ετσι, ο Νασιογιάννης το υπόλοιπο της ζωής του το πέρασε χωρίς δόντια!.
Το τουρκάκι μια μέρα ως φύλακας πλέον, βλέπει έναν κρατούμενο που έμοιαζε με τον άνθρωπο που του είχε αγοράσει τα παπούτσια στα Γιάννενα. Φώναξε τον κρατούμενο Μητροκώστα και τον ρωτάει: «Εσύ δεν είσαι που πριν από χρόνια αγόρασες παπούτσια σε ένα παιδί στα Γιάννενα;
«Nαι!» του απαντάει ο Μητροκώστας. «Εγώ σε θυμάμαι και θα φροντίσω να φύγεις από εδώ».
«Ναι, αλλά εγώ έχω παρέα και άλλους έξι». «Ολοι θα φύγετε, εγώ θα σας πω πότε;».
Ετσι πολύ σύντομα μία νύχτα βροχερή βρέθηκαν ελεύθεροι χάρη στην ευεγερσία του Μητροκώστα και της μεγαλοψυχίας του Τούρκου Φύλακα.
Ο Νασιογιάννης μέσα στη φυλακή είχε αρρωστήσει, είχε πυρετό και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους άλλους. Φοβούμενοι μην τους πιάσουν οι Τούρκοι επειδή ο Νασιογιάννης δεν ήταν σε θέση να τους ακολουθήσει, σκέφτηκαν να τον σκοτώσουν ή να τον αφήσουν.
Ο Νασιογιάννης τους κατάλαβε και τους είπε: «Προχωράτε κα θα έλθω σιγά σιγά» Τότε, αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν και ότι θέλει ο θεός ας γίνει!
Ο Νασιογιάννης, μετά από 15-20 ημέρες επέστρεψε στην Κράψη. Ο Μητροκώστας και οι άλλοι Κραψίτες τον πρώτο καιρό δεν έμειναν στο χωριό αλλά πήγαν στο Βασταβέσι μέσα στο δάσος για να αποφύγουν τυχόν νέα σύλληψη τους. Ο Νασιογάννης από την ημέρα που γύρισε στο σπίτι έκανε έξι μήνες να συνέλθει και να νοιώσει ξανά δυνατός, το δε φαγητό του ήταν κουρκούτι και γάλα, καθόσον δόντια δεν υπήρχαν, αφού του τα εβγαλαν στη φυλακή στο πλαίσιο της ανάκρισης.
Ο Νασιογιάννης απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1936, σε ηλικία 88ετών, αφού έζησε ελεύθερα και ειρηνικά περίπου 24 χρόνια μετά την ελευθέρωση της περιοχής.